- χαντζάρα
- και χατζάρα, η, Νμεγάλο χαντζάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαντζάρα — η (λ. τουρκ.), μεγεθυντικό του χαντζάρι, μεγάλο χαντζάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφοχαντζαριά — και αδερφοχατζαριά, η χτύπημα, πληγή που προξενήθηκε με χαντζάρα από αδελφό σε αδελφό, αδελφοβάρεμα* … Dictionary of Greek
χατζάρα — η, Ν βλ. χαντζάρα … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Λεβάντας, Χρήστος — (Πειραιάς 1904 – 1978). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Κυριάκου Χατζιδάκη. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1922 και εργάστηκε ως τακτικός συντάκτης των εφημερίδων Αθηναϊκή, Πατρίς, Εσπερινή, Ελληνική,… … Dictionary of Greek